πάθος

πάθος
πάθος [ᾰ], εος, τό, ([etym.] πάσχω)
A that which happens to a person or thing, τὰ ἐν τοῖς κατόπτροις τῆς ὄψεως π. Pl.Tht.193c; τὰ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ [τῆς ψυχῆς] π. Id.R.612a; incident, accident, τὰ ἀνθρωπήϊα π. Hdt.5.4; τὸ συντυχὸν π. S.Aj.313; οὗ τόδ' ἦν π. where this incident took place, Id.OT732; ἔξωθεν π. Pl.R.381a; unfortunate accident, Antipho 3.4.10.
2 what one has experienced, good or bad, experience,

τὸν πάθει μάθος θέντα κυρίως ἔχειν A.Ag.177

(lyr.); τά γ' ἐμὰ π. my experiences, Pl.Phd.96a;

τὸ δρᾶμα τοῦ πάθους πλέον A.Ag.533

; opp. ἔργα, Pl. Phdr.245c, Arist.Cael.298a28; opp. πρᾶξις, Pl.Lg.876d;

ἤθη καὶ π. καὶ πράξεις Arist.Po.1447a28

.
b in bad sense, misfortune, calamity, A.Pr.703, Hdt.1.91, Lys.32.10, etc.;

οὐλίῳ σὺν πάθει S.Aj.932

(lyr.); τὰ τῆς Νιόβης π. Pl.R.380a, etc.; ἀνήκεστον π. ἔρδειν to do an act which is an irreparable mischief to one, Hdt.1.137; μετὰ τῆς θυγατρὸς τὸ π., i.e. her death, Id.2.133; π. μέγα πεπονθέναι, of a great defeat, Id.3.147, cf. 5.87, al.
c = πάθημα 11.2, Arist. GA738a16, 750a30, Gal.10.91.
II of the soul, emotion, passion (

λέγω δὲ πάθη . . ὅλως οἷς ἕπεται ἡδονὴ ἢ λύπη Arist.EN1105b21

),

σοφίη ψυχὴν παθῶν ἀφαιρεῖται Democr.31

;

διὰ πάθους Th.3.84

; ἐρωτικὸν π. Pl.Phdr.265b; π. ποιεῖν to excite passion, Arist.Rh.1418a12;

ἐν π. εἶναι Id.Pol.1287b3

; ἐκτὸς τοῦ π. εἶναι to be exempt from passion, Teles p.56
H.;

ἔξω τῶν π. γίγνεσθαι D.C.60.3

; περὶ παθῶν, title of work by Zeno the Stoic, D.L.7.4; in Epicur., sensation (including pleasure and pain), ἀκουστικὸν π. Ep.1p.13U., cf. p.19 U. (pl.); ὡς κανόνι τῷ π. πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες ib.3p.63U.
III state, condition, τὸ τῆς παντοδαπῆς ἀγνοίας π. Pl.Sph.228e, cf. 243c, Plt.277d, Ap.22c; opp. ἐνέργεια, A.D.Synt.12.17; opp. ποίημα, Pl.Sph.248d.
2 incidents of things, changes or happenings occurring in them, τὰ οὐράνια π. Pl.Hp.Ma. 285c; τὰ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Id.Phd.96c;

τὰ τοῦ οὐρανοῦ π. καὶ μέρη Arist.Metaph.986a5

;

π. τοῦτο, ὃ καλεῖν εἰώθαμεν σεισμόν Id.Mu.395b36

.
3 properties, qualities of things, opp. οὐσία, Pl.Euthphr.11a; π. λέγεται . . ποιότης καθ' ἣν ἀλλοιοῦσθαι ἐνδέχεται, οἷον τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν, καὶ γλυκὺ καὶ πικρόν, καὶ βαρύτης καὶ κουφότης, κτλ. Arist. Metaph.1022b15; τῶν ἀριθμῶν π. ib.985b29; ἀριθμοῖς καὶ γραμμαῖς καὶ τοῖς τούτων π. Iamb.Comm.Math.23;

γεωμετρία περὶ τὰ συμβεβηκότα πάθη τοῖς μεγέθεσι Arist.Rh.1355b31

, cf. APo.75b1; τῶν φυτῶν τὰ μέρη καὶ τὰ π. Thphr.HP1.1.1; αἱ δυνάμεις καὶ τὰ π. ib.8.4.2.
IV Gramm., modification in form of words (esp. dialectal),

πάθη τῆς λέξεως Arist.Rh.1460b12

, cf. A.D.Pron.38.24, al.
2 in Syntax, modified construction, of omission or redundancy, Id.Synt.6.15, 267.8.
b passivity, D.T.637.30, A.D.Synt.12.17, al.
c in writing, signs other than accents and breathings ([etym.] ἀπόστροφος, ὑφέν, ὑποδιαστολή), D.T.Supp.1p.107U.
V Rhet., emotional style or treatment, τὸ σφοδρὸν καὶ ἐνθουσιαστικὸν π. Longin.8.1;

πάθος ποιεῖν Arist.

Rh.1418a12;

πράγματα π. ἔχοντα Plu.2.711e

, etc.: pl.,

πάθη διεστῶτα ὕψους Longin.8.2

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πάθος —         (pathos) (греч.) страсть, страдание; состояние, свойство. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • πάθος — that which happens neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • παθός — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • πάθος — το γεν. ους, πληθ. τα πάθη και πάθια 1. αρρώστια, νόσημα σωματικό. 2. περιπέτεια, βάσανο, μαρτύριο: Υπόφερε του Χριστού τα πάθη. 3. ζωηρό συναίσθημα, ορμή, μίσος κτλ.: Μισεί με πάθος τους ψεύτες. 4. ζωηρή τάση, επιθυμία για κάτι: Έχει πάθος με τη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παθός — ο ού, αυτός που έπαθε κάτι και ξέρει για το λόγο αυτό: Ο παθός είναι μαθός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πάθει — πάθος that which happens neut nom/voc/acc dual (attic epic) πάθεϊ , πάθος that which happens neut dat sg (epic ionic) πάθος that which happens neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθιάζω — [πάθος] 1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».) β)… …   Dictionary of Greek

  • παθοῖν — πάθος that which happens neut gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθέεσσι — πάθος that which happens neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”